- ξυστάς
- ξυστάς, -άδος, ἡ (Α)βλ. συστάδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυστάς — ξυστά̱ς , συνίστημι BJ Prooem. aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστάδα — η / συστάς, άδος, ΝΜΑ, και ξυστάς Α ομάδα από αντικείμενα, ιδίως δένδρα ή θάμνους, που στέκονται κοντά το ένα με το άλλο νεοελλ. το σύνολο τών δένδρων που φύονται σε μια δασική έκταση αρχ. 1. (κατά τον Πολυδ.) «ζυγὰς μὲν καὶ συστὰς ἡ ἀμπελόφυτος… … Dictionary of Greek